Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῦ θεοῦ μαντεῖα

  • 1 λυω

         λύω
        (ῠ, в fut. и aor. ῡ)
        1) отвязывать
        

    (ζυγόν, πρυμνήσια Her.)

        λ. πρύμνας (ср. 10) или νεῶν πόδα Eur. — отвязывать кормы, т.е. сниматься с якорей

        2) отпрягать, распрягать
        

    (ἵππους ἐξ ὀχέων или ὑφ΄ ἅρμασιν Hom.)

        3) развязывать, отстегивать, распускать
        

    (ζώνην, θώρηκα Hom.; στολάς Soph.)

        λ. κλῇθρα Aesch. — разматывать замочный ремень, т.е. отпирать

        4) открывать, разверзать
        

    (στόμα Eur.)

        λ. βλεφάρων ἕδραν Eur.разомкнуть вежды (ср. 7)

        5) вскрывать, распечатывать
        

    (γράμματα Eur.; σφραγῖδας NT.)

        6) освобождать, отпускать на волю
        

    (τινὰ δεσμῶν Aesch. и ἐκ τῶν δεσμῶν Plat.; εἱρκτῆς τινα Dem.; ἐκ τῆς φυλακῆς NT.)

        7) отпускать, ослаблять
        

    (ἡνίαν Soph.)

        λ. βλέφαρα Soph.смыкать вежды (ср. 4);
        τί δ΄ ἐγώ, ἅπτουσ΄ ἂν ἢ λύουσα, προσθείμην πλέον ; Soph.как же могла бы я помочь теми или иными действиями?

        8) распускать (по домам)
        

    (ἀγορήν Hom.)

        9) физиол. расслаблять
        

    (τέν κοιλίαν Arst.)

        10) разрушать, ломать
        

    (Τροίης κρήδεμνα Hom.; γέφυραν Xen.; ἥ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων NT. - ср. 1)

        λ. γούνατά τινος и τινι Hom.переламывать кому-л. колени, т.е. убивать кого-л.;
        λύεται δέ μου μέλη Eur.члены мои слабеют

        11) расстраивать, рассеивать, разбивать
        

    (τάξιν Xen.)

        12) разъединять, разрывать
        

    λελύσθαι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen.не общаться друг с другом

        13) нарушать, расторгать
        

    (σπονδάς Thuc.; ἐντολάς NT.)

        14) избавлять
        

    (κακότητος Hom.; ἐκ πενθέων Pind.)

        15) утолять, унимать
        16) пресекать, прерывать
        

    λ. μένος τινί Hom.пресечь чью-л. жизнь

        17) кончать, оканчивать

    (βίον Eur. и τὸ τέλος βίου Soph.)

    ; прекращать, заканчивать
        

    (μάχην Arph.; νεῖκος Hom.; ἔριν Eur.)

        18) разрешать от грехов
        

    (ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὴ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς NT.)

        19) отменять, объявлять недействительным
        

    (νόμους Her.; ψῆφον Dem.; διαθήκας Isae.)

        20) (раз)решать
        

    (ἀπορίαν Plat.; αἴνιγμα Luc.)

        21) выполнять, осуществлять
        22) возмещать, искупать, заглаживать
        

    (τὰς ἁμαρτίας Arph.; φόνον φόνῳ Soph.)

        23) выплачивать, платить
        

    (μισθούς Xen.)

        λ. τέλη Soph. — платить дань, приносить доход, т.е. быть полезным

        24) приносить пользу, иметь значение
        

    (λύει δ΄ ἄλγος Eur.)

        ἐμοί τε λύει Eur. — для меня же важно;
        λελύσθαι μοι δοκεῖ Xen. — мне кажется, что (это) оказалось полезным

        25) рит. разбивать, опровергать
        26) ( о драматургах) приводить к развязке
        27) смещать, увольнять
        

    (τινὰ ἀρχῆς Diod.)

        28) стих. разрешать долгий слог (в два кратких)

    Древнегреческо-русский словарь > λυω

  • 2 χραω

         χράω
        I
        (только aor. 2 ἔχραον) нападать, обрушиваться
        

    (τινι Hom., Anth.)

        οἳ τόδε δῶμα ἐχράετε Hom. — вы, которые вторглись в этот дом

        II
        (преимущ. med., см. χράομαι См. χραομαι I, 1; fut. χρήσω, aor. ἔχρησα; praes. act. к pf. в знач. praes. κίχρημι См. κιχρημι) ссужать, одалживать
        

    (τινί τι Her., Xen., Plat.)

        οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arst. — не подарив, а лишь дав взаймы

         III
        1) давать ответ или совет, прорицать, возвещать
        

    (ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν HH.; ὥς οἱ χρείων μυθήσατο Ἀπόλλων Hom.)

        χ. σοφά τινι Eur.дать мудрый оракул кому-л.;
        χρήσειν ἔοικεν ἀμφὴ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. (Кассандра) напророчит, кажется, о собственных бедах;
        τοῦ ἐν Δελφοῖς θεοῦ χρήσαντος Thuc. — согласно оракулу дельфийского бога;
        χρῆσαι (ὥστε) ποιεῖν τι Aesch., Thuc. (об — оракуле) повелеть сделать что-л.;
        τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Her. — такой оракул дан был Крезу из Дельф;
        τὸ χρησθέν Pind., Her. и τὰ χρησθέντα Soph. — пророчество, оракул;
        μαντεῖα, ἃ ἐχρήσθη τινός Soph.прорицания о чем-л.

        2) med. вопрошать оракул
        

    ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο Hom. — намереваясь вопросить дух Тиресия;

        χρωμένῳ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὅ θεός Thuc.на вопрос Килона бог ответил

        IV
        ( только 2 и 3 л. sing. praes. χρῇς или χρῆς, χρῇ и pf. med. в знач. praes. κέχρημαι) желать, нуждаться
        

    οὐ πόνων κεχρήμεθα Eur. — в заботах нет у меня недостатка;

        τοῦ κεχρημένοι ; Soph. или τίνος κέχρησθε ; Theocr. — чего у вас не хватает (что вам нужно)?;
        ἀπορίᾳ κεχρημένος Eur. — не знающий, что делать;
        σωφρονεῖν κεχρημένος Aesch., — неразумный - см. тж. χρή

    Древнегреческо-русский словарь > χραω

См. также в других словарях:

  • Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»